- βάσκου
- βάσκωspeed thee! away!pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλασσοπόρος — ο (Α θαλασσοπόρος) αυτός που πλέει διά μέσου τής θάλασσας, ο ποντοπόρος νεοελλ. αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι πόρος, πρωτο πόρος] … Dictionary of Greek
Αγκίρε — (Αguirre). Όνομα ενός Ισπανού τυχοδιώκτη και ενός Βάσκου συγγραφέα. 1. Λόπε ντε (1508 – 1561). Ισπανός τυχοδιώκτης. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες στο Περού και στην εξερεύνηση της περιοχής του Ελντοράντο (1559). Οργάνωσε επίσης μια πειρατική… … Dictionary of Greek